ἑπτακοσίων

ἑπτακοσίων
ἑπτακόσιοι
seven hundred
fem gen pl
ἑπτακόσιοι
seven hundred
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εφτακοσάρα — η [εφτακόσιοι] 1. ποσό επτακοσίων μονάδων 2. μηχανή οχήματος (και ειδικά μοτοσυκλέτας) επτακοσίων κυβικών 3. φιάλη που χωρεί επτακόσια γραμμάρια (παλαιότερα: δράμια) υγρού …   Dictionary of Greek

  • επτακοσιετηρίδα — η 1. επτακοσιοστή επέτειος 2. χρονική περίοδος επτακοσίων ετών μετά από κάποιο γεγονός, επτακοσιετία …   Dictionary of Greek

  • επτακοσιόδραχμος — η, ο αξίας επτακοσίων δραχμών …   Dictionary of Greek

  • εφτακοσάρι — το [εφτακόσιοι] ποσό επτακοσίων δραχμών …   Dictionary of Greek

  • εφτακοσαριά — η [εφτακόσιοι] φρ. «καμιά εφτακοσαριά» σύνολο επτακοσίων περίπου μονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτακόσ(ι)α + κατάλ. αριά* (πρβλ. δεκ αριά, εικοσ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιάνες — (Giustiniani). Επώνυμο λογίων και αξιωματούχων από τη Βενετία και τη Γένοβα. 1. Άγγελος (Χίος 1520 – Γένοβα 1599). Θεολόγος. Πήρε μέρος σε διάφορες εκκλησιαστικές συνόδους του 16ου αι., στις οποίες διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και την …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… …   Dictionary of Greek

  • Φιόκο, Τζιουζέπε — (Fiόcco, Τζιατσιάνο, Ρόβιγκο 1884 – Πάντοβα 1971). Ιταλός ιστορικός της τέχνης. Σπούδασε στη σχολή του Αντόλφο Βεντούρι. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα (1929 54). Ασχολήθηκε επίσης με τη μελέτη της βενετσιάνικης ζωγραφικής.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”